- φαρμακοτεχνικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φαρμακοτεχνία2. το αρσ. ως ουσ. ο φαρμακοτεχνικόςο φαρμακοτεχνης3. το θηλ. ως ουσ. η φαρμακοτεχνικήφαρμακοτεχνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακοτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.